πηνηκίζω

πηνηκίζω
πηνηκ-ίζω,
A cheat, gull, Cratin.319, Hsch. (-ικ- cod., ante πήνην), Suid.; cf. διαπηνηκίζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηνηκίζω — και πηνικίζω Α [πηνήκη] φενακίζω, απατώ, εξαπατώ …   Dictionary of Greek

  • πηνηκίζειν — πηνηκίζω cheat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηνήκιζεν — πηνηκίζω cheat imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνήκισμα — τὸ, Α [πηνηκίζω] (κατά τον Ησύχ.) το φενάκισμα, η απάτη …   Dictionary of Greek

  • διεπηνήκισας — διά πηνηκίζω cheat aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”